- κορκορυγμός
- κορκορυγμός, ὁ, = foreg., of the bowels, Ps.-Luc.Philopatr.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορκορυγμός — κορκορυγμός, ὁ (Α) [κορκορυγῶ] υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κορκορυγμοί — κορκορυγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)